περίζυξ

περίζυξ
-υγος, ὁ, ἡ, και περίζυγος, -ον, Α
1. αυτός που περισσεύει από το ζευγάρι, αυτός που πλεονάζει (α. «περίζυγα ἱμάντα» — ιμάντα για να αντικαταστήσει, αν χρειαστεί, τον έναν από τους δύο, Ξεν.
β. «ἐνωτίδια περίζυγα», επιγρ.)
2. σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -ζυξ (< ζεύγνυμι), πρβλ. παρά-ζυξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περίζυξ — over and above a pair masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίζυγα — περίζυξ over and above a pair masc acc sg περίζυγον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίζυγος — ον, Α βλ. περίζυξ …   Dictionary of Greek

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”